χαλεύτρα

χαλεύτρα
η, Ν
βλ. χαλευτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαλευτής — και χαλεφτής, θηλ. χαλεύτρα και χαλευτού, ουδ. χαλευτούδικο, Ν [χαλεύω] αυτός που έχει την κακή συνήθεια να ζητάει συχνά ή να δανείζεται χρήματα και πράγματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”